ἀλλοῖος

ἀλλοῖος
ἀλλοῖος: of another sort, different; implying inferiority, Od. 19.265.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοῖος — of another sort masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοῖον — ἀλλοῖος of another sort masc acc sg ἀλλοῖος of another sort neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοῖα — ἀλλοῖος of another sort neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοῖαι — ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοῖοι — ἀλλοῖος of another sort masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιότερον — ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort adverbial comp ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort masc acc comp sg ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιοτέρα — ἀλλοῑοτέρᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc/acc comp dual ἀλλοῑοτέρᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιοτέρας — ἀλλοῑοτέρᾱς , ἀλλοῖος of another sort fem acc comp pl ἀλλοῑοτέρᾱς , ἀλλοῖος of another sort fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιοτέρων — ἀλλοῑοτέρων , ἀλλοῖος of another sort fem gen comp pl ἀλλοῑοτέρων , ἀλλοῖος of another sort masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιοτέρως — ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort adverbial comp ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”